- ἐνζώσας
- ἐνζώσᾱς , ἐνζάωlive inpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἐνζώσᾱς , ἐνζάωlive inpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενζώννυμι — ἐνζώννυμι (Α) [ζώννυμι] ζώνω, περιζώνω, περικλείω, περιβάλλω («καλωδίου δέ ἄνωθεν ἀφεθέντος, ἐνζώσας ἑαυτὸν ἀνελήφθη πρὸς τὸ πλῆθος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek